- κλυτός
- -ή, -ό (AM κλυτός, -ή, -όν, Α θηλ. και κλυτός) [κλύω]περίφημος, ένδοξος, ονομαστός (α. «κλυτόν ἀμφ' Ὀδυσσῆα», Ομ. Οδ.β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», Σοφ.)αρχ.1. (για ζώο)καλοθρεμμένο, ωραίο («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» — άρμεγε ευτραφή πρόβατα, Σοφ.)2. λαμπρός, μεγαλοπρεπής («κλυτὸν ἄλσος», Ομ. Οδ.)3. ευχάριστος, ευάρεστος («πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν», Πίνδ.)4. αυτός που είναι άψογα κατασκευασμένος ή επεξεργασμένος («κλυτὰ τεύχεα», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.